Στεγνός στα ουκρανικά
Μετάφραση: στεγνός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, сухого
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγνός
στεγνός λάρυγγας, στεγνός συνώνυμα, στεγνός λαιμός, στεγνός καθαρισμός χαλιών, στεγνός κόλπος, στεγνός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στεγνός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στεγάζω στα ουκρανικά - вміщення, пристосувати, постачати, узгоджувати, stegazo
- στεγαστικός στα ουκρανικά - ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
- στενά στα ουκρανικά - перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно
- στενάζω στα ουκρανικά - стогін
Τυχαίες λέξεις
Στεγνός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, сухого
Μεταφράσεις: сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, сухого