Схвалити στα ελληνικά
Μετάφραση: схвалити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вправний στα ελληνικά - αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, ...
- втрутитися στα ελληνικά - διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- дефіцит στα ελληνικά - σπανιότητα, έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
- кращий στα ελληνικά - ανώτερος, καλύτερα, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες, την καλύτερη
Τυχαίες λέξεις
Схвалити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Μεταφράσεις: εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει