Λέξη: ζωτικότητα
Σχετικές λέξεις: ζωτικότητα
ζωτικότητα συνώνυμο
Συνώνυμα: ζωτικότητα
δύναμη, σθένος, ζωτικότης, οστά, αντοχή σώματος
Μεταφράσεις: ζωτικότητα
ζωτικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vitality, stamina, animation, vitality of, the vitality
ζωτικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vitalidad, la vitalidad, vitalidad de, de vitalidad
ζωτικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elan, vitalität, schwung, kraft, lebenskraft, spannkraft, Vitalität, Lebenskraft, Lebendigkeit, die Vitalität
ζωτικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vitalité, verve, alacrité, animation, vivacité, la vitalité, dynamisme, épanouissement, de vitalité
ζωτικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vitalità, la vitalità, di vitalità, vivacità, vitale
ζωτικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vitalidade, vitality, a vitalidade, em vitalidade, da vitalidade
ζωτικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vitaliteit, levenspunten, de vitaliteit, levenskracht, vitaliteit te
ζωτικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
энергия, жизнестойкость, энергичность, живость, жизнеспособность, жизненность, живучесть, витальность, витальности
ζωτικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vitalitet, vitaliteten, livskraft, energi
ζωτικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vitalitet, livskraft, vitaliteten, livskraften
ζωτικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhti, elinvoima, vireys, elinvoimaisuus, elinvoimaa, elinvoimaisuuden, elinvoimaisuutta
ζωτικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vitalitet, livskraft, levedygtighed, vitaliteten
ζωτικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živost, životnost, vitalita, vitalitu, vitality, životaschopnost
ζωτικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żywotność, witalność, żywość, żywotności, witalności, vitalize
ζωτικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
életerő, vitalitás, vitalitást, vitalitását, életereje
ζωτικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canlılık, dirilik, canlılığı, vitalite, bir canlılık
ζωτικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
життєздатність
ζωτικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vitalitet, vitalitetin, vitaliteti, vitalitetin e, vitalitetit
ζωτικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизненост, жизнеността, виталност, жизнеспособност
ζωτικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыццяздольнасць, жыцьцяздольнасьць
ζωτικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vitalism, elujõud, elujõudu, elujõulisuse, elujõulisust, elujõu
ζωτικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
životnost, vitalnost, vitalnosti, vitality, vitalitet
ζωτικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orku, lífsþróttur, orku og, fjör, frískleika
ζωτικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvybingumas, gyvybingumą, gyvybingumo, vitališkumas, gyvybiškumas
ζωτικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vitalitāte, vitalitāti, dzīvotspēju, dzīvotspēja, vitalitātes
ζωτικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
виталност, виталноста, на виталноста, виталноста на
ζωτικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vitalitate, vitalitatea, vitalității, de vitalitate, vitalitatii
ζωτικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vitalnost, vitalnosti, vitality
ζωτικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vitalita, životaschopnosť, vitality, vitalitu
Τυχαίες λέξεις