Сходження στα ελληνικά
Μετάφραση: сходження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβαση, βουνό, όρος, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впоперек στα ελληνικά - απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
- доктринер στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
- дублікат στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- заслання στα ελληνικά - απέλαση, εξορία, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
Τυχαίες λέξεις
Сходження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβαση, βουνό, όρος, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό
Μεταφράσεις: ανάβαση, βουνό, όρος, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό