Λέξη: προκαταρκτικός
Σχετικές λέξεις: προκαταρκτικός
προκαταρκτικός προσδιορισμός περιβαλλοντικών απαιτήσεων, προκαταρκτικός συνώνυμα, προκαταρκτικόσ έλεγχοσ
Συνώνυμα: προκαταρκτικός
εισηγητικός, προειδοποιητικός, προκριματικός, προπαρασκευαστικός
Μεταφράσεις: προκαταρκτικός
προκαταρκτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preliminary, preparatory, pre
προκαταρκτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preparativo, preliminar, prejudicial, preliminares, prejudicial planteada, preliminar de
προκαταρκτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorläufig, vorspiel, einleitend, Vor-, Vorbereitung, vorläufigen
προκαταρκτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prélude, préliminaire, introductif, préalable, préparatoire, avant, préliminaires
προκαταρκτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
introduttivo, preliminare, pronuncia, di pronuncia, preliminare di, preliminari
προκαταρκτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preliminar, preconceito, prejudicial, prejudicial apresentado, preliminares, prévia
προκαταρκτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorspel, preliminair, voorafgaand, inleidend, voorbereiding, prejudiciële, voorlopige
προκαταρκτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предыдущий, дознание, предварительный, заблаговременный, приготовительный, предшествующий, предварительное, предварительная, предварительно, предварительной
προκαταρκτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forberedende, foreløpige, foreløpig, innledende, midlertidig, forhånds
προκαταρκτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
preliminära, preliminär, preliminärt, förhands, begäran om förhands
προκαταρκτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
preludi, alustava, alkusoitto, alustavan, alustavat, alustavia, alustavassa
προκαταρκτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foreløbig, indledende, præjudiciel, foreløbige, præjudicielle
προκαταρκτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahajovací, úvodní, předběžný, přípravný, předběžné, předběžná, předběžným, předběžně
προκαταρκτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstępny, preliminarny, przygotowawczy, przedwstępny, wstęp, wstępne, wstępna, wstępnego
προκαταρκτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előzetes, az előzetes, előzetesen, elözetes, elızetes
προκαταρκτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ön, ilk, geçici, hazırlık, başlangıç
προκαταρκτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приготування, готування, попередній, попереднє, попереднього, попередню
προκαταρκτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paraprak, paraprake, preliminare, preliminar, paraprakisht
προκαταρκτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предварителен, предварителна, предварителния, преюдициално, предварителното
προκαταρκτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папярэдні, папярэднюю, папярэдняя
προκαταρκτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esialgne, esialgse, eelotsuse, esialgsed, esialgsete
προκαταρκτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripremni, uvodni, prethodni, prednatjecanje, preliminaran, priprema, preliminarni, preliminarna, preliminarno
προκαταρκτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forkeppni, bráðabirgðatölur, bráðabirgðatölum, bráðabirgða
προκαταρκτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išankstinis, preliminarus, preliminarų, preliminari, preliminaraus
προκαταρκτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
provizorisks, iepriekšēja, provizoriskais, sākotnējais, provizoriskā
προκαταρκτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прелиминарните, прелиминарна, прелиминарната, прелиминарен, прелиминарни
προκαταρκτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
introducere, preliminar, preliminare, preliminară, preliminare formulată, preliminare introdusă
προκαταρκτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predhodni, predhodna, predhodno, predhodnega, predhodne
προκαταρκτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vstupní, predbežný, predbežné, predbežného, predbežnému, k predbežnému