Тесляр στα ελληνικά

Μετάφραση: тесляр, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαραγκός, κτίστης, δασώδης, οικοδόμος, χτίστης, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
Тесляр στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бік στα ελληνικά - γωνία, πλευρό, πλευρά, μεριά, πλαγιά, γοφός, πλευράς, ...
  • в'язанка στα ελληνικά - δέσμες, δεσμίδες, δεσμών, δεσμίδων, δέματα
  • видовище στα ελληνικά - δείχνω, σκηνή, όραση, παράσταση, εμφαίνω, τοπίο, θέαμα, ...
  • дикий στα ελληνικά - βάρβαρος, θηριώδης, άγριος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Τυχαίες λέξεις
Тесляр στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαραγκός, κτίστης, δασώδης, οικοδόμος, χτίστης, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό