Δασώδης στα ουκρανικά
Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
столяр, теслі, тесля, тесляр, лісистий
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασώδης
ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δασώδης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δασοφύλακας στα ουκρανικά - лісничим, лісник, лісничий, лісівник, рейнджер
- δασύς στα ουκρανικά - тупий, тупою, щільний, кудлатий, густій, кошлатий, волохатий, ...
- δαχτυλίδι στα ουκρανικά - потічок, струмочок, кільце, перстень, кольцо, каблучку, обручку
- δείγμα στα ουκρανικά - проба, які-небудь, милостиня, яких-таких, яким, що, їжа, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: столяр, теслі, тесля, тесляр, лісистий
Μεταφράσεις: столяр, теслі, тесля, тесляр, лісистий