Λέξη: ασταμάτητος
Σχετικές λέξεις: ασταμάτητος
ασταμάτητος βήχας, ασταμάτητος συνωνυμα, ασταμάτητος θηλασμός
Μεταφράσεις: ασταμάτητος
ασταμάτητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incessant, unstoppable, ceaseless, non stop, been unstoppable
ασταμάτητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incesante, imparable, imparables, incontenible, indetenible, irrefrenable
ασταμάτητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unablässig, ununterbrochen, unaufhaltsam, nicht aufzuhalten, unaufhaltbar, unaufhaltsame, unaufhaltsamen
ασταμάτητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incessant, continuel, continu, perpétuel, imparable, irrésistible, irrépressible, inéluctable, impossible à arrêter
ασταμάτητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incessante, inarrestabile, inarrestabili, irrefrenabile, unstoppable
ασταμάτητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imparável, incontrolável, irrefreável, nada pode parar, unstoppable
ασταμάτητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
niet te stoppen, onstuitbare, unstoppable, niet te stuiten, onstuitbaar
ασταμάτητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непрекращающийся, безустанный, ежесекундный, непрерывный, неусыпный, немолчный, неустанный, непрестанный, беспрестанный, безумолчный, остановить, не остановить, невозможно остановить, неудержим, неостанавливаемым
ασταμάτητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ustoppelig, unstoppable, ustoppelige, frekk
ασταμάτητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oupphörlig, ostoppbar, ostoppbara, ohejdbar, oslagbart, unstoppable
ασταμάτητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alituinen, vääjäämätön, pysäyttämätön, pysäyttää, unstoppable, voi pysäyttää
ασταμάτητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ustoppelig, stoppes, ustoppelige, standses, kan standses
ασταμάτητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ustavičný, neustálý, nepřetržitý, nezastavitelný, nezastavitelná, nezadržitelný, nezastavitelné, nezastavitelní
ασταμάτητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieustanny, nieprzerwany, bezustanny, ustawiczny, nie do zatrzymania, niepowstrzymany, nie do powstrzymania, zatrzymania, powstrzymania
ασταμάτητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megállíthatatlan, megállíthatatlannak, megállíthatatlanul, feltartóztathatatlan
ασταμάτητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durdurulamaz, durdurulamaz bir, durdurulamayan, unstoppable
ασταμάτητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагання, невизначеність, зупинити, припинити
ασταμάτητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pandalshme, unstoppable, e pandalshme, pandalshëm, i pandalshëm
ασταμάτητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неудържими, неспасяем, неудържим, необратим, неудържима
ασταμάτητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спыніць
ασταμάτητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peatamatu, vältimatu, peatumatu, pidurdamatu, Vääjäämätön
ασταμάτητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stalan, nezaustavljiv, nezaustavljivi, nezaustavljiva, nezaustavljivo, nezaustavljive
ασταμάτητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óstöðvandi, Unstoppable, óstöðvandi um
ασταμάτητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesustabdomas, nesustabdoma, unstoppable, nesustabdomai, yra nesustabdoma
ασταμάτητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapturams, unstoppable, neapturamais, neapturami, apturams
ασταμάτητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
незапирлив, незапирлива, незапирливи, незапирливиот, несопирлива
ασταμάτητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de neoprit, neoprit, tricouri, de tricouri, schimb de tricouri
ασταμάτητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neustavljiva, neustavljivi, neustavljivo, neustavljiv, nezaustavljiv
ασταμάτητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezastaviteľný, nezastavitelný, nezastaviteľnému, nezastaviteľnému spoločenskému
Τυχαίες λέξεις