Титул στα ελληνικά

Μετάφραση: титул, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίτλος, στύλος, ύφος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
Титул στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • без στα ελληνικά - χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την
  • безумовний στα ελληνικά - άβολος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • булочка στα ελληνικά - κότσος, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
  • геріатрія στα ελληνικά - γαμπρός, ιπποκόμος, γηριατρική, γηριατρικής, γηριατρικη, τη γηριατρική, της γηριατρικής
Τυχαίες λέξεις
Титул στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίτλος, στύλος, ύφος, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι