Тому στα ελληνικά

Μετάφραση: тому, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διότι, πριν, όπως, σαν, γιατί, άραγε, πριν από, προ
Тому στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • браслет στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
  • бриньчати στα ελληνικά - brynchaty
  • гальмувати στα ελληνικά - φρενάρω, τροχοπεδώ, φρένο, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης
  • літо στα ελληνικά - θερινός, καλοκαίρι, καλοκαιριού, το καλοκαίρι, του καλοκαιριού, καλοκαιρινές
Τυχαίες λέξεις
Тому στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διότι, πριν, όπως, σαν, γιατί, άραγε, πριν από, προ