Тремтіння στα ελληνικά

Μετάφραση: тремтіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέμω, τρεμούλιασμα, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας
Тремтіння στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • братання στα ελληνικά - αδελφοποίηση, συναδέλφωση, αδερφοποίησης, της συναδέλφωσης
  • бюрократія στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
  • висвітлення στα ελληνικά - κάλυψη, φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
  • зрівняння στα ελληνικά - εξίσωση, εξίσωσης, την εξίσωση, εξισώσεως, εξίσωση που
Τυχαίες λέξεις
Тремтіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέμω, τρεμούλιασμα, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας