Тривкість στα ελληνικά

Μετάφραση: тривкість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόπιστος, φερέγγυος, συνεπής, σταθερότητα, εχέγγυος, αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
Тривкість στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будь-який στα ελληνικά - κανείς, κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • годинною στα ελληνικά - καραούλι, ώρα, ωρών, ώρας, ώρες, την ώρα
  • жир στα ελληνικά - λίπος, χοντρός, χόνδρος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
  • завдання στα ελληνικά - ανάθεση, δουλειά, στόχος, γκολ, αποστολή, στοχεύω, καθήκον, ...
Τυχαίες λέξεις
Тривкість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόπιστος, φερέγγυος, συνεπής, σταθερότητα, εχέγγυος, αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς