Увінчувати στα ελληνικά

Μετάφραση: увінчувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, ξεπερνώ, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Увінчувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бризка στα ελληνικά - πιτσυλίζω, πιτσιλίσματα, splatter, σπλάτερ, πιτσιλίσματος
  • весело στα ελληνικά - ευτυχισμένος, χαρούμενα, merrily, εύθυμα
  • визначати στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, υπολογίζω, διέπω, ιθύνω, κανονίζω, καθορίζω, αποφασίζω, ...
  • мас στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Τυχαίες λέξεις
Увінчувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας