Уламок στα ελληνικά
Μετάφραση: уламок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάσμα, κομματάκι, θραύσμα, λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вищевикладений στα ελληνικά - προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερόμενη, προαναφερθέν
- вносити στα ελληνικά - συνεισφέρω, σημασία, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
- волгоградський στα ελληνικά - βούληση, θέληση, Βολγκογκράντ, Volgograd, Βόλγκογκραντ, βόλγογκραντ, Βόλγκοκραντ
- застигати στα ελληνικά - πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Τυχαίες λέξεις
Уламок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάσμα, κομματάκι, θραύσμα, λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι
Μεταφράσεις: κλάσμα, κομματάκι, θραύσμα, λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι