Κλάσμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κλάσμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переривши, перерву, фракція, осколок, роздвоєння, уламок, частка, доля, частина
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάσμα
κλάσμα εξώθησης φυσιολογικές τιμές, κλάσμα in english, κλάσμα εξώθησης καρδιάς, κλάσμα στα αγγλικά, κλάσμα ετυμολογία, κλάσμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλάσμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κλάπα στα ουκρανικά - шарнір, завіса, шори
- κλάση στα ουκρανικά - клас, класовий, якість, категорія, класифікувати, класс, клас у, ...
- κλάψιμο στα ουκρανικά - плачучий, плач, кричущий, klapsimo
- κλέβω στα ουκρανικά - крадіжка, втечіть, обман, клешні, красти, щипці, пінцет, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλάσμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переривши, перерву, фракція, осколок, роздвоєння, уламок, частка, доля, частина
Μεταφράσεις: переривши, перерву, фракція, осколок, роздвоєння, уламок, частка, доля, частина