Улаштовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: улаштовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζω, ορίζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барометр στα ελληνικά - βαρόμετρο, το βαρόμετρο, βαρομέτρου, βαρόμετρου, βαρόμετρο για
- бездушний στα ελληνικά - στυγνός, τυλώδης, αναίσθητος, ροζιασμένος, σκληρός, τυλώδη
- виконавець στα ελληνικά - καλλιτέχνης, εκτελεστής, ερμηνευτή, performer, ερμηνευτής, ερμηνευτής ή εκτελεστής
- городина στα ελληνικά - καζάνι, καυστήρας, λαχανικά, λαχανικών, τα λαχανικά, οπωροκηπευτικών
Τυχαίες λέξεις
Улаштовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζω, ορίζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Μεταφράσεις: διορίζω, ορίζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά