Λέξη: προεξοχή
Σχετικές λέξεις: προεξοχή
ηλιακή προεξοχή, προεξοχή στέγης, αρχιτεκτονική προεξοχή, παράθυρο προεξοχή
Συνώνυμα: προεξοχή
δαιμόνιο, καλικάντζαρος, ξωτικό, τελώνιο, ήλος, οδόντωμα, φορτίο, γιούτα, λαβή, πόμολο, όζος, οίδημα, καρούμπαλο, κύρτωμα εξέχο, κλάδος, προεξέχων, εκπηδών, εξέχων τομέας, προέχων, εξώθηση, εκβολή, προβολή, σχεδίασμα, σχεδίαση
Μεταφράσεις: προεξοχή
προεξοχή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
protrusion, projection, prominence, knob, overhang
προεξοχή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proyección, de proyección, saliente, la proyección, proyección de
προεξοχή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
höcker, buckel, vorschieben, herausragen, beule, schwellung, überstand, vorsprung, protrusion, Projektion, Vorsprung, Projektions
προεξοχή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bosse, protubérance, rebord, projection, saillie, la projection, projections, de projection
προεξοχή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proiezione, di proiezione, sporgenza, la proiezione, proiezioni
προεξοχή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corcunda, corcova, projeção, projecção, de projecção, de projeção, projeção de
προεξοχή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bochel, bult, projectie, uitsteeksel, projectiescherm, projectieschermen
προεξοχή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горб, выпячивание, высовывание, выступ, проекция, проекции, проекцией, проекцию
προεξοχή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
projeksjon, projeksjons, fremspring, anslaget, projeksjonen
προεξοχή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utsprång, projektion, utsprånget, projektions, projektionen
προεξοχή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyttyrä, pullistuma, uloke, projektio, ulokkeen, ulkonema, projektion
προεξοχή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
projektion, fremskrivning, fremspring, fremspringet, projektionen
προεξοχή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výčnělek, projekce, projekční, výstupek, projekci, promítací
προεξοχή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysuwanie, wykusz, wysunięcie, sterczenie, występ, wystawanie, projekcja, rzut, projekcji, projekcyjna
προεξοχή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitolulás, kidülledés, vetítés, vetítési, vetülete, kivetítés, vetületi
προεξοχή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şiş, kambur, çıkıntı, projeksiyon, yansıtma, projeksiyonu, izdüşüm
προεξοχή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визначний, стирання, видатний, проекція
προεξοχή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
projektim, projektimi, projektimit, projeksion, parashikimi
προεξοχή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проекция, прожектиране, издатък, проектиране, издатина
προεξοχή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праекцыя
προεξοχή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mügar, projektsioon, projektsiooni, prognoos, eend, projektorseadmed
προεξοχή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomaljanje, ispružanje, izbočina, stršenje, projekcija, projekcije, projekciju, izbočenje, projiciranja
προεξοχή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vörpun, framskot, spá, framreikningur, ofanvarp
προεξοχή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
projekcija, projekcinė, projektavimas, projekcijos, projektavimo
προεξοχή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
projekcija, projekcijas, prognoze, projekciju, izvirzījums
προεξοχή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проекција, проекцијата, проектирање, проекции
προεξοχή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proeminență, proiectare, proiecție, de proiecție, proiectie
προεξοχή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
projekcija, projekcijo, projekcije, projekcijska, štrlina
προεξοχή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
projekcia, projekcie, prognózy, projekcií, konštrukcie
Τυχαίες λέξεις