Уповати στα ελληνικά
Μετάφραση: уповати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελπίδα, ευελπιστώ, ελπίζω, upovaty
Μεταφράσεις
- безтурботний στα ελληνικά - εποπτεύω, οκνός, απρόσεκτος, αδιάφορος, ατάραχος, γαλήνιος, ράθυμος, ...
- вигідно στα ελληνικά - επικερδώς, κερδοφόρα, επωφελώς, αποδοτικά, επικερδή
- врівноважувати στα ελληνικά - εξισώνω, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
- гомінливий στα ελληνικά - σκίζω, hominlyvyy
Τυχαίες λέξεις
Уповати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελπίδα, ευελπιστώ, ελπίζω, upovaty
Μεταφράσεις: ελπίδα, ευελπιστώ, ελπίζω, upovaty