Упоратися στα ελληνικά
Μετάφραση: упоратися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπεξέρχομαι, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виплатити στα ελληνικά - αθωώνω, απαλλάσσω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
- двократний στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
- замінник στα ελληνικά - αναπληρωτής, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατου, παρένθετης
- зварювачі στα ελληνικά - σφράγιση, σφράγισης, στεγανοποίησης, στεγανοποίηση, σφραγίσεως
Τυχαίες λέξεις
Упоратися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση