Урівноваженість στα ελληνικά

Μετάφραση: урівноваженість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισορροπία, ηρεμία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
Урівноваженість στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безстроковий στα ελληνικά - μόνιμος, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, αόριστης διάρκειας
  • зазублений στα ελληνικά - ταραγμένος, chippy
  • звістці στα ελληνικά - ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
  • клятвений στα ελληνικά - juratory
Τυχαίες λέξεις
Урівноваженість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισορροπία, ηρεμία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου