Усамітнений στα ελληνικά
Μετάφραση: усамітнений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλιος, μοναξιά, ύπουλος, απομονωμένος, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Μεταφράσεις
- брівка στα ελληνικά - άκρη, χείλος, περιστόμιο, μέτωπο, φρύδι, φρυδιού, brow, ...
- відхиліться στα ελληνικά - αποκλίνω, εκτρέπω, παρεκκλίνω, vidhylitsya
- дивується στα ελληνικά - υπέροχος, θαυμάσιος, θαύματα, αναρωτιέται, αξιοθέατα, διερωτάται, τα θαύματα
- домінуючий στα ελληνικά - επικρατώ, υπερισχύω, επικρατών, επικρατέστερος, κυρίαρχο, κυρίαρχη, κυριαρχεί
Τυχαίες λέξεις
Усамітнений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλιος, μοναξιά, ύπουλος, απομονωμένος, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Μεταφράσεις: δόλιος, μοναξιά, ύπουλος, απομονωμένος, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους