Λέξη: επίσημος
Σχετικές λέξεις: επίσημος
επίσημος συνώνυμα, επίσημος παραλήπτης, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος αντιπρόσωπος apple, επίσημοσ ιστοχώροσ του ελληνικού συστήματοσ εντοπισμού, επίσημος οδηγός για το ecdl core syllabus 5.0, επίσημος αντιπρόσωπος ford, επίσημος χαιρετισμός σε γράμμα, επίσημος επισκευαστής opel
Συνώνυμα: επίσημος
τυπικός, ιεροπρεπής, σοβαρός, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, σημαντικός, εθιμοτυπικός, τελετουργικός, υπουργικός, εξουσιαστικός, αυθεντικός, επιτακτικός
Μεταφράσεις: επίσημος
επίσημος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
official, formal, authoritative, an official, the official
επίσημος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
formal, funcionario, oficial, formales, formal de
επίσημος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offiziell, förmlich, amtlich, formal, elegant, formell, schematisch, formale, beamter, funktionär, formalen, formelle
επίσημος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
schématique, fonctionnaire, officier, employé, formaliste, officiel, responsable, formel, cérémonieux, magistrat, formelle, officielle, formelles
επίσημος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficiale, formale, convenzionale, formali, formale di
επίσημος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
funcionário, oficial, formal, formal de, formais
επίσημος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plechtig, formeel, beambte, ceremonieel, officieel, afgemeten, ambtenaar, ambtelijk, formele, officiële, de formele
επίσημος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чин, номинальный, казенный, формальный, сотрудник, внешний, правильный, служебный, должностной, служащий, заготовитель, официальный, чиновник, канцелярский, формальное, формальная, формальной, формального
επίσημος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
offisiell, formell, formelle, formelt, formal
επίσημος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
officiell, tjänsteman, formell, formella, formellt, en formell
επίσημος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
järjestäjä, edustava, virallinen, sovinnainen, muodollinen, virallisen, muodollista, muodollisen, virallista
επίσημος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
embedsmand, formel, formelle, formelt, en formel, den formelle
επίσημος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oficiální, úředník, formální, úřední, výslovný, formálního, formálním, formálně
επίσημος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
urzędowy, oficjalny, formalny, służbowy, formalistyczny, wizytowy, urzędnik, oficjał, biuralista, formalne, formalnego, formalna
επίσημος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatalos, formális, formai, alaki, a formális
επίσημος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
resmi, biçimsel, resmi bir, örgün, formal
επίσημος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
офіційний, симетричний, чиновник, номінальний, посадовий, правильний, формальний, урядовець, формальна, формально, формальну
επίσημος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
formal, formale, zyrtare, zyrtar, formal i
επίσημος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
формален, официален, официално, официална, формално
επίσημος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фармальны, фармальная, фармальную
επίσημος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametiisik, formaalne, ametlik, ametnik, ametliku, ametlikku, formaalse
επίσημος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
državni, dužnosnik, formalan, ceremonijalan, formalni, funkcionar, službenom, službeni, formalno, formalna, formalne
επίσημος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
embættismaður, formleg, formlega, formlegt, formlegum, formlegri
επίσημος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
formalis
επίσημος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
formaliai, formalus, oficialus, oficiali, formalaus, oficialią
επίσημος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oficiāls, formāls, oficiāla, formāla, formālā
επίσημος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
формалните, формален, формални, формално, формална
επίσημος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
formal, oficial, formală, formale, oficială, oficiale
επίσημος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
formální, formalni, formalna, formalno, formalne, formalnega
επίσημος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oficiálni, formálne, formálny, formálnu, formálnej, formálna