Λέξη: μανία
Σχετικές λέξεις: μανία
μανία καταδίωξης ορισμός, μανία καταδίωξης θεραπεια, μανία συμπτώματα, μανία καταδίωξησ συμπτώματα, μανία συνώνυμα, μανία καταδιώξεως, μανία καταδίωξης τι ειναι, μανία ταξίδιων, μανία καταδίωξης ψυχολογια
Συνώνυμα: μανία
οργή, σύσσα, αριννύς, θυμός, λύσσα, τρέλα, παραφορά, τρέλλα, καύχημα
Μεταφράσεις: μανία
μανία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rage, fury, mania, craze, fad
μανία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cólera, furor, braveza, furia, rabiar, rabia, manía, Mania, la manía, manía de
μανία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rasen, toben, grimm, raserei, wut, rage, sucht, furie, grausamkeit, koller, tosen, wahnsinn, zorn, ungestüm, wildheit, wüten, Manie, mania, Wahn
μανία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépit, férocité, tempêter, rage, folie, furie, déchaînement, frénésie, emportement, colère, sévir, fureur, rager, affolement, manie, la manie, mania, de manie
μανία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
furia, furore, imperversare, infierire, rabbia, corruccio, mania, la mania, mania di, smania, manie
μανία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pano, mania, a mania, mania de, mania do, de mania
μανία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heftigheid, razen, razernij, woede, manie, Mania, manie van, manische
μανία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свирепость, бесноваться, сумасбродничать, гнев, буйство, яриться, фурия, злоба, икра, жестокость, бешенство, бушевать, исступление, раж, злость, бурлить, мания, Mania, любитель, мании, манию
μανία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rase, vanvidd, mani, mania, manien
μανία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raseri, ilska, mani, Mania
μανία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hysteria, intohimo, raivo, hullutus, rajuus, riehua, vimma, hurjuus, vimmaisuus, raivota, mania, manian, maniaa
μανία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mani, Mania, manier
μανία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vztek, hněv, fúrie, dračice, běsnit, zlost, vášeň, zuřivost, běsnění, zuřit, bláznění, zběsilost, mánie, Mania, mánii, mánií, manie
μανία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zacietrzewienie, szał, furia, pieklić, pasja, piorunować, wściekłość, szaleć, srożyć, szaleństwo, rozszaleć, gniew, zabalować, wściekać, mania, manii, manię, stan pobudzenia maniakalnego
μανία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tombolás, fúria, divat, mánia, Mania, mániás, a mánia
μανία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çılgınlık, hiddet, hiddetlenmek, cinnet, Mania, mani, manik, çılgınlığı
μανία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ярість, шаленство, лють, шалено, обідранці, сказ, шаленість, манія, мания
μανία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërbim, furi, mani, mania, mania e, dëshirë e tepruar
μανία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еринии, мания, Mania, манията
μανία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манія
μανία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raevutsema, viha, raev, fuuria, maania, Mania, maaniat
μανία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijes, ludovanje, bjesnjeti, gnjev, strast, srdžba, manija, Mania, manije, maniju
μανία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisa, æða, oflæti, Mania, geðhæð, árátta
μανία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rabies, furor, saevio
μανία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įniršis, įtūžis, manija, Mania, manijos, silpnybė
μανία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trakums, dusmas, niknums, mānija, Mania, mānijas, māniju
μανία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
манија, манијата, Mania, манијата на, презанесен
μανία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furie, furia, manie, mania, maniei, maniacale
μανία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mania, manija, manije, manijo, maniji
μανία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mánia, mánie
Στατιστικά δημοτικότητας: μανία
Τυχαίες λέξεις