Ускладнюватися στα ελληνικά

Μετάφραση: ускладнюватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, δένω, πήζω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει
Ускладнюватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бентеження στα ελληνικά - σύγχυση, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
  • година στα ελληνικά - καιρός, ώρα, φορά, χρόνος, χρόνο, χρόνου
  • жупел στα ελληνικά - ξωτικό, καλικάντζαρο, φάντασμα
  • кресляр στα ελληνικά - συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Τυχαίες λέξεις
Ускладнюватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, δένω, πήζω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει