Λέξη: ανιμισμός

Σχετικές λέξεις: ανιμισμός

ανιμισμός ορισμός, σαμανισμός-ανιμισμός, ανιμισμός πληροφοριες, ανιμισμός θρησκεια, χριστιανικός ανιμισμός, ανιμισμός λογοτεχνία

Μεταφράσεις: ανιμισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animism, Animism
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animismo, el animismo, del animismo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Animismus, Animism, Der Animismus, den Animismus, dem Animismus
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
animisme, l'animisme, Animism, animiste
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animismo, l'animismo, animism, dell'animismo, all'animismo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animismo, O animismo, animism, do animismo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
animisme, Animism, het animisme, animistische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
враждебность, анимизм, Animism
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
animisme, animism
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Animism, animismen, animism som, animistiska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
animismi, animismista, animismin, animism, animismissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
animisme, animism, Animismen, Animismens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
animismus, Animism
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
animizm, Animism, animizmem, animizmu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
animizmus, spiritualizmus, animizmusban, az animizmus, a spiritualizmus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
animizm, animizmdir, animism, bir animizm
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спіритуалізм, анімізм, Анимизм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
animizëm, animizmit, animizmi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анимизъм
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анімізм
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
animism, onanism, animismi, animismis, animismist, animismil
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
animizam
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Animism
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Animizmas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Animisms
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анимизам, анимизмот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
animism, animismul, animismului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Animizam, animizmu, animizem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
animisti
Τυχαίες λέξεις