Уставши στα ελληνικά
Μετάφραση: уставши, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νομοθεσία, καταστατικό, έχοντας αυξηθεί, και αυξήθηκε, να έχουν αυξηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аркан στα ελληνικά - κορυδαλλός, λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
- бурхливий στα ελληνικά - πολυτάραχος, θυελλώδης, θυελλώδη, θυελλώδεις, φουρτουνιασμένη, θυελλώδους
- дарунок στα ελληνικά - δώρο, δωρεά, διεύθυνση, χάρισμα, πεσκέσι, δώρων, δώρου, ...
- дворянство στα ελληνικά - αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, αριστοκρατία, ευγενών
Τυχαίες λέξεις
Уставши στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νομοθεσία, καταστατικό, έχοντας αυξηθεί, και αυξήθηκε, να έχουν αυξηθεί
Μεταφράσεις: νομοθεσία, καταστατικό, έχοντας αυξηθεί, και αυξήθηκε, να έχουν αυξηθεί