Λέξη: καλοήθης

Σχετικές λέξεις: καλοήθης

καλοήθης σκλήρυνση κατά πλάκας, καλοήθης παροδική υπερφωσφαταιμία, καλοήθης όγκος, καλοήθης όγκος μαστού, καλοήθης διόγκωση ή υπερπλασία του προστάτη, καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση, καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος θέσης, καλοήθης υπερπλασία προστάτη συμπτωματα, καλοήθης υπερπλασία προστάτη, καλοήθης όγκος στο κεφάλι

Συνώνυμα: καλοήθης

καλοηθής

Μεταφράσεις: καλοήθης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benign, benign prostatic, a benign
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
benigno, benigna, benignos, benignas, benigna de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freundlich, harmlos, liebevoll, gutartig, gutartigen, gutartige, benignen, benigne
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affectueux, tendre, salutaire, bienfaisant, favorable, bénin, bienveillant, tempéré, charitable, mou, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benigno, benevolo, benigna, benigni, benigne, benevola
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benigno, benigna, benignos, benignas, benigna da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedaardig, onschuldig, goedaardige, benigne, gunstige, gunstig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
великодушный, милостивый, благоприятный, приверженный, мягкий, доброкачественный, плодоносный, способствующий, снисходительный, благосклонный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godartet, benign, godartede, benigne, gunstige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
godartad, benign, godartade, benigna, godartat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suopea, hyvänlaatuinen, hyvänlaatuisia, hyvänlaatuisen, hyvänlaatuisten, hyvänlaatuiset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godartet, benign, godartede, benigne, gunstige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
laskavý, blahodárný, příznivý, vhodný, mírný, dobrotivý, benigní, neškodné, benigních, neškodný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezłośliwy, dobry, łagodny, dobroczynny, zbawienny, życzliwy, łagodne, łagodnego, łagodnych, łagodnym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jóindulatú, benignus, a jóindulatú, kedvező, jó-
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi huylu, benign, huylu, selim
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плодоносний, прихильний, поблажливий, доброякісний, добрий, добрий або, добротний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dashamirës, beninje, i mirë, beninj, dashamirëse
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброкачествен, доброкачествена, доброкачествени, доброкачествено, доброкачествената
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дабраякасны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
healoomuline, healoomulise, healoomuliste, healoomulised, hea-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrostiv, povoljan, dobar, ljubazan, milostiv, benigni, benigna, benigne, dobroćudni, dobroćudne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
góðkynja, góðkynja stækkun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gerybinis, gerybinė, gerybiniai, gerybinių, gerybinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labdabīgs, labdabīgi, labdabīgu, labdabīga, labdabīgas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бенигна, бенигни, бенигно, бениген, бенигните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
benign, benigne, benignă, benigna, benigne de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
benigna, benigne, benigni, benigen, benignih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vhodný, benígne, benígnej, benígna, benígnou, benígny
Τυχαίες λέξεις