Учинити στα ελληνικά
Μετάφραση: учинити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει
Μεταφράσεις
- блокування στα ελληνικά - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
- заокруглення στα ελληνικά - γύρο-up, μπλόκο, συμμάζεμα, στρογγυλοποίησης της
- зміни στα ελληνικά - εναλλακτικός, αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, οι αλλαγές, τροποποιήσεις
- колективний στα ελληνικά - συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Τυχαίες λέξεις
Учинити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει
Μεταφράσεις: κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει