Уярмлювати στα ελληνικά
Μετάφραση: уярмлювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλαβώνω, υποδουλώνω, uyarmlyuvaty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- будівлю στα ελληνικά - κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
- ворс στα ελληνικά - υπνάκος, χνούδι, υπνάκο, ΕΣΔ, ΝΑΡ, NAP
- кредитор στα ελληνικά - πιστωτής, δανειστής, πιστωτή, δανειστή, πιστωτικός φορέας
- кути στα ελληνικά - μαντήλι, κασκόλ, γωνίες, γωνιών, γωνία, τις γωνίες, οπτικές γωνίες
Τυχαίες λέξεις
Уярмлювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλαβώνω, υποδουλώνω, uyarmlyuvaty
Μεταφράσεις: σκλαβώνω, υποδουλώνω, uyarmlyuvaty