Υποδουλώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: υποδουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поневолювати, поневольте, уярмлювати, уярмити, поневолити, підкорити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποδουλώνω
υποδουλώνω αντώνυμο, υποδουλώνω συνωνυμο, υποδουλώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υποδουλώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υποδιαίρεση στα ουκρανικά - розукрупнення, поділ, підрозділ, підрозділу
- υποδομή στα ουκρανικά - інфраструктурний, інфраструктура, інфраструктуру
- υποδοχή στα ουκρανικά - заглибину, западина, впадина, заглиблення, вмістища, розетка, розетки, ...
- υποθάλπω στα ουκρανικά - закипіти, булькати, закипання, закип'ятити, розпалювати, розпалюватиме
Τυχαίες λέξεις
Υποδουλώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поневолювати, поневольте, уярмлювати, уярмити, поневолити, підкорити
Μεταφράσεις: поневолювати, поневольте, уярмлювати, уярмити, поневолити, підкорити