Фарба στα ελληνικά
Μετάφραση: фарба, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, βάφω, λεκιάζω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безробітний στα ελληνικά - εργάτης, άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- галас στα ελληνικά - φωνή, ήχος, σαματάς, ταραχή, αναστάτωση, γερός, καβγάς, ...
- епізод στα ελληνικά - επεισόδιο, κείμενο, διάβαση, ανέκδοτο, επεισοδίου, το επεισόδιο, επεισοδίων, ...
- затримання στα ελληνικά - κράτηση, κράτησης, την κράτηση, απαγόρευσης απόπλου, απαγόρευση απόπλου
Τυχαίες λέξεις
Фарба στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, βάφω, λεκιάζω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Μεταφράσεις: κηλίδα, βάφω, λεκιάζω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει