Λέξη: μαζικός
Σχετικές λέξεις: μαζικός
μαζικός αδένας, μαζικός αθλητισμός ορισμός, μαζικός αριθμός, μαζικός αθλητισμός, μαζικός αθλητισμός 2013, μαζικός συντελεστής εξασθένησης, μαζικός συνώνυμο, μαζικός τουρισμός, μαζικόσ δολοφόνοσ, μαζικόσ τουρισμόσ ορισμόσ
Μεταφράσεις: μαζικός
μαζικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mass, massive, bulk, mammary, a mass
μαζικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
masa, muchedumbre, masas, masiva, de masas, la masa
μαζικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menge, masse, gottesdienst, messe, Masse, Massen
μαζικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'agglutiner, masser, concentrer, amasser, accumuler, ramasser, tas, multitude, empiler, entasser, amonceler, masse, volume, cumuler, tapée, amas, de masse, la masse, massive, massique
μαζικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
massa, mole, di massa, messa, mass, la massa
μαζικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
máscara, massa, de massa, em massa, massas, massa de
μαζικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mis, overvloed, massa, boel, menigte, hoop, drom, massale, de massa, massa van
μαζικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосредоточение, полчище, масса, массировать, клуб, громада, обедня, месса, литургия, множество, груда, массирование, рождество, сосредоточивать, массы, масс, массовой, массу
μαζικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
masse, massen, mass
μαζικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mässa, massa, massan, mass, vikt
μαζικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lauma, joukko, ihmiset, massa, kasaantuva, massan, massaa, massasta, massa on
μαζικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mængde, størrelse, masse, massen, vægt, totalmasse
μαζικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spousta, shromažďovat, hromada, množství, mše, hromadit, nahromadit, hmota, soustředit, masa, koncentrovat, hmotnost, hmotnostní, hmotností, hmoty
μαζικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiec, msza, koncentrować, gromadzić, masa, zlepek, mnóstwo, masowość, masowy, masy, masę
μαζικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mise, tömeg, tömege, tömeges, tömegét, tömeget
μαζικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kitle, kütle, toplu, kitlesel, kütlesi
μαζικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бал-маскарад, маса, безліч
μαζικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në masë, masë, masiv, masive, masë të
μαζικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маса, масов, масово, масата
μαζικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маса, шмат, вага
μαζικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mass, missa, massiline, massachusetts, massi, massiga, täismass, massilise
μαζικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
masa, gomila, mase, misa, mnoštvo, masovan, maseni, masovno, masovna, masu
μαζικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
massi, massa, þyngd, massinn
μαζικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
multitudo, turba
μαζικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apimtis, masė, daugybė, masės, masę, mas
μαζικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apjoms, masa, masu, masas, masveida
μαζικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маса, масата, масовно, масовни, масовна
μαζικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masă, masa, de masă, în masă, masei
μαζικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
masa, maso, mase, množično, masni
μαζικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
masa, masový, hmota, palivo, látka, hmoty
Τυχαίες λέξεις