Фармацевтичний στα ελληνικά
Μετάφραση: фармацевтичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вивантажувати στα ελληνικά - ξεφορτώνω, αδειάζω, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
- доповнювати στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
- загартовування στα ελληνικά - σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
- зрівняйте στα ελληνικά - εξισώνω, Ας, ας το, Να, ας υποθέσουμε
Τυχαίες λέξεις
Фармацевтичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
Μεταφράσεις: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής