Λέξη: προφέρω
Σχετικές λέξεις: προφέρω
προφέρω στα αγγλικά
Συνώνυμα: προφέρω
προτείνω, φωνοποιώ, άδω, εκφέρω φωνητικώς, εκφράζω, αγγέλλω, διατυπώνω καθαρά, απαγγέλω, εκφωνώ, δηλώ
Μεταφράσεις: προφέρω
προφέρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pronounce, enunciate, vocalize, proffer, utter
προφέρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pronunciar, enunciar, de enunciar, enuncian, enunciarse
προφέρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdrücken, aussprechen, artikulieren, auszusprechen, enunciate
προφέρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prononçons, déclarer, articuler, proclamer, prononcer, publier, énoncer, saillant, prononcent, affirmer, exprimer, proférer, dire, dénoncer, annoncer, prononcez, énoncer des, d'énoncer
προφέρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dichiarare, enunciare, enunciate, enunciazione
προφέρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pronuncie, pronunciar, promulgar, proferir, enunciar, enunciam, enunciate, declarar
προφέρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verklaren, uitspreken, verkondigen, articuleren, verwoorden, som op
προφέρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объявлять, огласить, проговаривать, выговаривать, оглашать, объявить, выговорить, промолвить, заявлять, произнести, декларировать, высказываться, произносить, изрекать, изложить, провозгласить, формулируют, провозглашать
προφέρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uttale, enunciate, uklar uttale, har uklar uttale
προφέρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förklara, uttala, återger, enträgen
προφέρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
langettaa, ääntää, julistaa, leimata, lausua, enunciate, muotoilla, äärimmäisiin
προφέρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udtale, formulere
προφέρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyřknout, vyjádřit, prohlásit, vyhlásit, vyslovit, vyslovovat, oznámit, artikulovat, formulovat, zformulovat
προφέρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymówić, wygłaszać, wymawiać, wygłosić, oświadczać, ogłaszać, wypowiadać, ogłosić, wypowiedzieć, enunciate
προφέρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiejt, kijelent, megfogalmazzák, kinyilvánít
προφέρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bildirmek, enunciate, sözcelemek, ilân, ilan etmek
προφέρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
займенник, вимовляти, виголошувати, промовляти
προφέρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shqiptoj, shpall, parashtroj, shpallni
προφέρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изговарям, излагам, формулираме, произнасям
προφέρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, прамаўляць, вымаўляць, казаць, гаварыць
προφέρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulutama, hääldama, avaldama, Sõnastada, selgelt hääldama
προφέρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamjenica, izgovarati, proglašavati, proglasiti, izjaviti
προφέρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enunciate
προφέρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarti, Formuluojami, formuluoti, Aiškiai tariate, dėstyti
προφέρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izrunāt, deklarēt, formulēt, svinīgi paziņot, svinīgi
προφέρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изговара
προφέρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enunţa, enunța, formula, enunțe, enunta, enunță
προφέρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
enunciate
προφέρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyslovovať, artikulovať, artikulovat, artikulov
Τυχαίες λέξεις