Фон στα ελληνικά

Μετάφραση: фон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωράφι, πεδίο, αποτρέπω, πλαίσιο, θεμέλιο, τομέας, ματαιώνω, φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου
Фон στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відділення στα ελληνικά - διακοπή, χωρισμός, διαχωρισμός, διαζύγιο, μέρος, τμήμα, ενότητα, ...
  • вінець στα ελληνικά - στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
  • зі στα ελληνικά - σε, αφού, από, από την, από το, από τις, από τη
  • клеїти στα ελληνικά - κόλλα, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Τυχαίες λέξεις
Фон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωράφι, πεδίο, αποτρέπω, πλαίσιο, θεμέλιο, τομέας, ματαιώνω, φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου