Фотографувати στα ελληνικά

Μετάφραση: фотографувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτογραφίζω, φωτογραφία, φωτογραφίας, φωτογραφίες, τη φωτογραφία, φωτογραφία που
Фотографувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • децентралізуйте στα ελληνικά - αποκεντρώσει, αποκέντρωση, την αποκέντρωση, αποκέντρωση της, αποκέντρωση των
  • допущення στα ελληνικά - είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή, εισαγωγή
  • леді στα ελληνικά - κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • лесбійський στα ελληνικά - κάκωση, αλλοίωση, λεσβία, Λεσβίες, ομοφυλοφίλους, Lesbian, Λεσβιών
Τυχαίες λέξεις
Фотографувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτογραφίζω, φωτογραφία, φωτογραφίας, φωτογραφίες, τη φωτογραφία, φωτογραφία που