Λέξη: αγελαίος
Σχετικές λέξεις: αγελαίος
αγελαίος λεξικο, αγελαίος προταση
Μεταφράσεις: αγελαίος
αγελαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gregarious
αγελαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gregario, gregaria, sociable, gregarios, gregarias
αγελαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesellig, Herden, gesellige, geselligen, geselliger
αγελαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grégaire, mondain, sociable, grégaires
αγελαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gregario, socievole, gregari, gregaria, gregarious
αγελαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gregário, gregária, gregários, sociável, gregarious
αγελαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezellig, gregarious, kudde, kudden levend, in kudden levend
αγελαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
общительный, стадный, стайный, стадное, общительным, общительны
αγελαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selskapelig, meddelsom
αγελαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sällskaplig, sällskapliga, gregarious, flock-, flock
αγελαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lauma-, seuraa rakastava, gregarious, seurallisemmiksi, seurallinen
αγελαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selskabelig, gregarious, selskabelige, selskabeligt væsen
αγελαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
družný, stádní, společenský, společenští
αγελαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towarzyski, stadny, w grupach, skłonności stadne, stadne
αγελαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társas, társaságkedvelő, csoportos közlekedésre, csoportos közlekedésre való, jókedélyűnek
αγελαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sokulgan, gregarious, sokulgan bir, toplu halde yaşayan
αγελαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суспільствами, товариствами, чередами, стадами, товариська, товариський, Комунікабельний, Свій
αγελαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shoqërueshëm, shoqërueshëm, të shoqërueshëm, që rron në tufë, rron në tufë
αγελαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общителен, общителна, стадно, стадни, стадното
αγελαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камунікатыўны, Гаваркі, таварыскі, Свой, Пасіўны
αγελαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seltskondlik, ühiskondlik, karja-, karja, karjas elav, seltsiv, Karjas elus
αγελαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
društven, društvena, druževan, društveniji
αγελαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gregarious
αγελαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visuomeniškas, Towarzyski, bandos, kaimenės, Bara
αγελαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bara, sabiedriska, sabiedrisks
αγελαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стаден
αγελαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gregar, gregare, gregară, sociabil, sociabili
αγελαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
družabni, Socialen, Druževan
αγελαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
družný, spoločenský, sociálny, spoločenského, spoločenská, sociálneho
Τυχαίες λέξεις