Фіксування στα ελληνικά
Μετάφραση: фіксування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργά, αποθανών, όψιμος, αργός, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
Μεταφράσεις
- двосторонній στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
- жага στα ελληνικά - δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
- знахар στα ελληνικά - ιατρός, μάγος, μάγο, μάγου, μαθητευόμενους μάγους, μάγοι
- копати στα ελληνικά - χαράκωμα, χαντάκι, κέντρισμα, νύξη, σαρκασμός, σκάβω, ανασκαφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Фіксування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργά, αποθανών, όψιμος, αργός, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
Μεταφράσεις: αργά, αποθανών, όψιμος, αργός, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού