Хвилюючий στα ελληνικά
Μετάφραση: хвилюючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аероплан στα ελληνικά - αεροπλάνο, αεροπλάνου, του αεροπλάνου, αεροπλάνων
- альков στα ελληνικά - εσοχή, σηκός, κόγχη, σηκού, αλκόβα
- донесхочу στα ελληνικά - κυρτός, doneshochu
- колу στα ελληνικά - ξένος, στοίχημα, Ποντάρισμα, Μερίδιο, Ποσοστό, Tο ποντάρισμα
Τυχαίες λέξεις
Хвилюючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Μεταφράσεις: δραματικός, συναισθηματικός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά