Συναισθηματικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συναισθηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилюючий, розхвильований, збентежений, емоційний, емоційне, емоційна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναισθηματικός
συναισθηματικός τομέας, συναισθηματικόσ πόνοσ, συναισθηματικός τομέας bloom, συναισθηματικός συνώνυμο, συναισθηματικός εγγραμματισμός, συναισθηματικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συναισθηματικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συναθροίζω στα ουκρανικά - визбирувати, зберіться, громадити, скупчувати, збирати, збиратимуть, збиратиме
- συναινώ στα ουκρανικά - згода, згоду, згоди, злагода, злагоду
- συναλλαγή στα ουκρανικά - діло, операція, справа, угода, протоколи, справу, правочин, ...
- συναναστρέφομαι στα ουκρανικά - узгодьтеся, сортувати, відсортувати, водитися, водиться
Τυχαίες λέξεις
Συναισθηματικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хвилюючий, розхвильований, збентежений, емоційний, емоційне, емоційна
Μεταφράσεις: хвилюючий, розхвильований, збентежений, емоційний, емоційне, емоційна