Λέξη: τυπικός
Σχετικές λέξεις: τυπικός
τυπικός κεντρικός ελεγκτής βελτιωμένης pci σε usb, τυπικός και ουσιαστικός νόμος, τυπικός προσαρμογέας γραφικών vga, τυπικός ελεγκτής ide διπλού καναλιού pci, τυπικός προσαρμογέας γραφικών vga driver download, τυπικός english, τυπικός συνώνυμο, τυπικός συνώνυμα, τυπικός αυτισμός, τυπικός νόμος
Συνώνυμα: τυπικός
περιποιημένος, λεπτολόγος, κομψός, επιτηδευμένος, εκφραστικός του συρμού, τροπικός, εγκλιτικός, επίσημος, χαρακτηριστικός, κολλαριστός, κολαριστός, εθιμοτυπικός, τελετουργικός, επιπόλαιος, απρόθυμος, απρόσεκτος, μηχανικός, συνβατικός, συμβατικός, συνηθισμένος, παραδοσιακός
Μεταφράσεις: τυπικός
τυπικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
typical, formal, ceremonious, starched, conventional
τυπικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
típico, característico, típica, típicos, típico de, típicas
τυπικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
typisch, typische, typischen, typisches, typischer
τυπικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caractéristique, typique, typiques, type, typiquement
τυπικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tipico, caratteristico, proprio, tipica, tipici, tipiche, tipicamente
τυπικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
típico, típica, típicos, típicas, normal
τυπικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigenaardig, typisch, typische, de typische, normale, karakteristieke
τυπικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
типический, типичный, символический, типовой, типичным, типичная, типичной, типично
τυπικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
typisk, typiske, vanlig, er typisk
τυπικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
typisk, typiska, typiskt, vanlig
τυπικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ominainen, tyypillinen, tunnusomainen, tyypillisiä, tyypillistä, tyypillisen, tyypilliset
τυπικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
typisk, typiske, er typisk
τυπικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příznačný, rázovitý, svérázný, typický, typické, typická, typickým, typickou
τυπικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
charakterystyczny, typowy, typowe, typowym, typowa
τυπικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tipikus, jellemző, jellegzetes, a tipikus, átlagos
τυπικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tipik, tipik bir, normal
τυπικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
типовий, символічний, типова, типове, своєрідний
τυπικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tipik, tipike, tipike e, zakonshme, tipik i
τυπικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
типичен, типична, типично, типични, типичния
τυπικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тыповы
τυπικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüüpiline, tüüpilise, tüüpilised, tüüpiliste, tüüpilist
τυπικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tipično, tipičan, značajan, karakterističnog, tipična, tipični, tipične
τυπικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæmigerður, dæmigerð, dæmigert, einkennandi, dæmigerða
τυπικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tipiškas, būdinga, būdingas, tipiška, tipinis
τυπικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tipisks, tipiska, tipiski, raksturīgi, tipisku
τυπικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
типичен, типична, типични, типично, типичните
τυπικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tipic, tipică, tipice, tipica, tipic de
τυπικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tipična, tipičen, tipično, značilno, tipični
τυπικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
typický, typické, typickým, typického
Τυχαίες λέξεις