Хронічне στα ελληνικά
Μετάφραση: хронічне, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρόνιος, κατασταλαγμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- задовільний στα ελληνικά - διαβατός, μέτριος, ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
- заїзд στα ελληνικά - όρος, βουνό, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
- зерна στα ελληνικά - σπόροι, κόκκους, κόκκων, κόκκοι, δημητριακά
- лопатка στα ελληνικά - μυστρί, ανεμοδείκτης, πτερύγιο, σκαπάνη, ώμος, ώμο, ώμου, ...
Τυχαίες λέξεις
Хронічне στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρόνιος, κατασταλαγμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
Μεταφράσεις: χρόνιος, κατασταλαγμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο