Центральний στα ελληνικά
Μετάφραση: центральний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вистежувати στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
- внутрішньо στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
- відступництво στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- гірчити στα ελληνικά - δριμύς, πικρός, πικρή γεύση, γεύση πικρή, επίσης πικρή γεύση
Τυχαίες λέξεις
Центральний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
Μεταφράσεις: κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής