Κεντρικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κεντρικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
центральний, центрального
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεντρικός
κεντρικός σύνδεσμος θύρα 13, κεντρικός τομέας περιφέρειας αττικής, κεντρικός φορέας ισότιμης κατανομής βαρών, κεντρικός υποθυρεοειδισμός, κεντρικός φλεβικός καθετήρας, κεντρικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κεντρικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κεντρί στα ουκρανικά - кусати, жало, тиснуло
- κεντρίζω στα ουκρανικά - кусати, відросток, шпора, відріг, стимул, жало, пришпорювати, ...
- κεντώ στα ουκρανικά - вартість, вишивати, ціноутворення, розцвічувати
- κενό στα ουκρανικά - розривши, бланковий, пролам, порожній, пусте, прогалину, щілина, ...
Τυχαίες λέξεις
Κεντρικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: центральний, центрального
Μεταφράσεις: центральний, центрального