Цнотливий στα ελληνικά
Μετάφραση: цнотливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευσυνειδησία, αγνός, απέριττος, αγνή, αγνοί, chaste
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астматичний στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- гніватись στα ελληνικά - θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
- достаток στα ελληνικά - υγεία, αφθονία, πλούσια, ευγονία, συρροή, ευφορία, γονιμότητα, ...
- жилий στα ελληνικά - κατοικήσιμος, κατοικήσιμη, κατοικίσημο, κατοικήσιμης, μη κατοικήσιμη
Τυχαίες λέξεις
Цнотливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευσυνειδησία, αγνός, απέριττος, αγνή, αγνοί, chaste
Μεταφράσεις: ευσυνειδησία, αγνός, απέριττος, αγνή, αγνοί, chaste