Λέξη: σωληνοειδής

Σχετικές λέξεις: σωληνοειδής

σωληνοειδήσ βαλβίδα, σωληνοειδής μαστός, σωληνοειδής όραση

Συνώνυμα: σωληνοειδής

συριγγώδης

Μεταφράσεις: σωληνοειδής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tubular, fistular, solenoid, a tubular, cannulated
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tubular, tubulares, tubular de, tubo, tubular que
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
röhrenförmig, Rohr-, Rohr, röhrenförmigen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tubulaire, tubulaires, tube
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tubolare, tubolari, tubulare, tubo, tubolare di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tubular, tubulares, tubular de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buisvormig, buisvormige, tubulaire, buis, kokervormige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трубчатый, трубный, трубчатая, трубчатые, трубчатой, трубчатого
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rørformet, rørformede, tubulær, rør, røret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rörformig, rörformiga, rörformigt, rörformade, rörformad
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pillimäinen, torvimainen, putkimainen, putkimaisen, putkimaiseen, putkimaista, putkimaisesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rørformet, rørformede, tubulær, tubulære, rør
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trubkový, rourovitý, trubkovitý, tubulární, trubkové, trubková
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cylindryczny, tubowy, rurowy, rurkowy, rurkowaty, rurowa, rurowego, rurową
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csöves, cső alakú, csőszerű, tubuláris, cső
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borulu, boru şeklindeki, tübüler, boru şeklinde, tüp şeklindeki
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трубчастий, трубний, трубчасто, трубчатий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me tuba, tuba, tubular, cilindrik, cilindrik me
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тръбен, тръбна, тубулна, тръбно, тубуларна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трубчасты, трубчата
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torukujuline, toru-, ringkootud, torujas, tubulaarse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cijevni, cjevast, cjevasti, cjevastog, cjevasta, cjevaste
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pípulaga, slöngulaga, hólklaga, í nýrnapíplum, nýrnapípla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vamzdinis, kanalėlių, vamzdiniai, vamzdinio, vamzdinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cauruļveida, kanāliņu, tubulāra, tubulārā, cauruļkniedes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тубуларна, во вид на цевка, цевчести, тубуларни, цевчест
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tubular, tubulară, tubulare, tubulara
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cevasto, cevasti, cevni, cevaste, cevast
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rúrkový, trubkový, rúrový, trúbkový
Τυχαίες λέξεις