Λέξη: βαρέλι

Σχετικές λέξεις: βαρέλι

βαρέλι μπύρας 5lt, βαρέλι μπύρας τιμη, βαρέλι πετρελαίου, βαρέλι για κρασί, βαρέλι 33, βαρέλι γλάστρα, βαρέλι πλαστικό, βαρέλι κρασιού, βαρέλι μπύρας heineken, βαρέλι μπύρας

Συνώνυμα: βαρέλι

στόχος, υποκόπανος, άκρο, κάδος, κύλινδρος, βυτίο, υδροθάλαμος, σωλήνας όπλου, κύλινδρος αντλίας, τρίτο, τρία όμοια χαρτιά

Μεταφράσεις: βαρέλι

βαρέλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barrel, cask, butt, a barrel, per barrel

βαρέλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuba, pipa, barril, cañón, tonel, el barril, barril de, barrica

βαρέλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rohr, barrel, lauf, pinsle, tonne, schaft, Fass, Lauf, Barrel, Faß, Tonnen

βαρέλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baril, tonneau, futaille, canon, tube, fût, tuyau, fut, barrique, tonnelet, cylindre, barillet

βαρέλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barile, botte, fusto, canna, barilotto, barrel

βαρέλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casco, barrica, barril, pipa, tambor, cano, cilindro, barril de

βαρέλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vat, ton, fust, loop, barrel, cilinder

βαρέλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дуло, баррель, ствол, бочка, бочонок, за баррель, ствола

βαρέλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løp, tønne, fat, fatet, sylinderen, sylinder

βαρέλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gevärspipa, tunna, fat, pipan, cylindern, trumma, cylinder

βαρέλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pönttö, pyssynpiippu, hylsy, pytty, tynnyri, astia, sammio, Barrel, tynnyriltä, barrelilta, piipun

βαρέλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rør, tønde, beholder, cylinderen, løbet, tønden, cylinder

βαρέλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soudek, barel, bečka, hlaveň, sud, hlavně, barelu

βαρέλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
baniak, baryłka, baryła, lufa, beczułka, beczkować, beczka, rura, bębenek, antałek, cylinder

βαρέλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üzletkör, szivattyúkamra, hüvely, hordó, hordóba, henger, hordónkénti, hordót

βαρέλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
varil, namlu, fıçı, beşik, barrel

βαρέλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бочонок, дуло, барель, ствол, бочка, баррель

βαρέλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fuçi, për fuçi, barrel, tytë, fuçia

βαρέλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
барел, за барел, цев, бъчва

βαρέλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
барэль

βαρέλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
barrel, püssitoru, tünn, vaat, barreli, barreli eest, barrelist, barreli kohta

βαρέλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bačva, bure, trup, cijev, barel, barelu, bačve

βαρέλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tunna, tunnu, fat, hlaup

βαρέλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statinė, vamzdis, barelis, barelį, už barelį, statinės

βαρέλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muca, stobrs, cilindrs, barels, barelu

βαρέλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
барел, за барел, буре, цевка, цевката

βαρέλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
butoi, baril, cilindru, barrel

βαρέλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kud, sod, sodček, barrel, cev, blok

βαρέλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
barel, sud, hlaveň, hlaveń

Στατιστικά δημοτικότητας: βαρέλι

Τυχαίες λέξεις