Часової στα ελληνικά
Μετάφραση: часової, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, εγκόσμιος, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Μεταφράσεις
- аматорський στα ελληνικά - ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά
- апокрифічний στα ελληνικά - απόκρυφος, απόκρυφα, απόκρυφο, απόκρυφη, απόκρυφες
- зрівнювачі στα ελληνικά - egalitarians
- зупинити στα ελληνικά - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Часової στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, εγκόσμιος, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Μεταφράσεις: κοσμικός, εγκόσμιος, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών