Λέξη: κότερο

Σχετικές λέξεις: κότερο

κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, ονειροκριτης κότερο, κότερο αμπραμοβιτς, κότερο τιμές, ενοικίαση κότερο

Συνώνυμα: κότερο

πλοίο με ένα ιστόν, καΐκι, κόπτης, κοπίδι, λέμβος

Μεταφράσεις: κότερο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yacht, sloop, cutter, a yacht, tant
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yate, balandra, corbeta, sloop, balandro, chalupa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jacht, yacht, Schaluppe, Slup, sloop, Korvette, Jacht
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sloop, chaloupe, sloop de, corvette, le sloop
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panfilo, yacht, sloop, sloop di, corvetta, dello sloop, lo sloop
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corveta, sloop, saveiro, chalupa, veleiro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jacht, sloep, Sloop, sloepen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
якутка, яхта, шлюп, шлюпа, катер, шлюпка, шлюпе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
yacht, sluppen, sloop, slupp, jekta, jekten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jakt, slup, Sloop, slupen, Slup-, Sloopen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jahti, huvivene, pursi, sluuppi, sloop
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lystbåd, sloop, sløjfetakling, slup, jagten, jagt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jachta, šalupa, šalupy, sloop, šalupa--, šalupové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jacht, pływać, slup, Sloop, takielunek, slupem, slupa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lapos fenekű bárka, Sloop, naszád
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yat, şalopa, şalopayı, donanimi Sloop, sloop, slup
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
целулоїд, шлюп
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anije rojtare, luftanije, anije njëdirekëshe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яхта, едномачтов платноход, платноход, писта разположени
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлюп
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purjejaht, jaht, sloop, Sluuppi, luupi, luupi ja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jahta, slup, sloop
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sloop
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jachta, šliupas, Šalupe, Szlup, Vienmasta, sloop
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jahta, vienmasta, Sloop, šalupe
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
sloop
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iaht, sloop
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jahta, sloop
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jachta, šalupa
Τυχαίες λέξεις