Λέξη: ασπρίζω

Συνώνυμα: ασπρίζω

ξασπρίζω, λευκαίνω, καλύπτω τα λάθη, ασβεστώνω

Μεταφράσεις: ασπρίζω

ασπρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
whitewash, whiten

ασπρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encalar, blanquear, blanquee, blanquea, blanquean, blanquear la

ασπρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtfertigung, weiß machen, whiten, bleichen, weiß werden, aufhellen

ασπρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
badigeonnage, blanchir, chaux, herber, justification, Whiten, blanchissent, blanchir la, blanchiront

ασπρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbiancare, sbiancare, imbianca, imbiancatura, whiten

ασπρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
branquear, whiten, whiten a, clarear, embranquecer

ασπρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
witten, bleken, witter, witter te, witter te maken

ασπρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смывать, побелить, обелять, белить, отбеливает, отбелить, забеливает, забелить

ασπρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bleke, blekes, blekemiddel, å bleke

ασπρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
whiten, bleka, göra vit, sanera, vitare

ασπρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valkaista, whiten, vaalentaa, vaaleta, valkaisemaan

ασπρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blege, hvidere, whiten

ασπρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nabílit, bílit, vápno, zbělit, vybělit, bělení

ασπρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybielać, obielić, wapnować, pobielić, bielić, wybieleć, zbieleć, wybielić się, bieleć

ασπρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mész, mészfesték, szerecsenmosdatás, fehérít, fehéríti, fehéríti a, kifehérítésére, fehérítésére

ασπρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beyazlatmak, beyazlatır, ağarmak, bembeyaz yapmak

ασπρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глід, білити

ασπρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbardh, zbardhet, zbardh të, zbardhoj, zbardhet në

ασπρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реабилитация, избледнявам, побледнявам, побелява, избелен, побелявам

ασπρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяліць

ασπρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põõsalind, valgendama, valgestuma, whiten, Vaalentaa, Valgendust

ασπρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obijeliti, krečiti, kreč, bijeliti, za izbjeljivanje, izbjeljivanje i, za izbjeljivanje i, sjediti

ασπρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
whiten

ασπρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabalti, Šviesina, balinti, nubaltinti, išbalti

ασπρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balināt, izbalot, balsināt

ασπρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избелуваат, бели

ασπρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
albi, albesc, albirea, încărunți, albeste

ασπρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sedeti, beljenje, Bijeliti

ασπρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vápno, zbělit
Τυχαίες λέξεις